-
1 ἐπιγδουπέω
A shout at or in applause, ἐπὶ δ' ἐγδούπησανΑθηναίη τε καὶ Ἥρη Il.11.45
: abs., sound aloud, AP9.662 (Agath.): c.acc. cogn., καναχὴν ἐ. Nonn.D.1.243.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγδουπέω
-
2 δουπέω
δουπέω ( δοῦπος), old form γδουπέω: ἐπὶ (adv.) δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, thundered, Il. 11.45 (cf. ἐρίγδουπος); often δούπησεν δὲ πεσών, fell with a thud, and without πεσών, δουπῆσαι, Il. 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδᾶο | ἐς τάφον, Il. 23.679. See δοῦπος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουπέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский